Αν έχω την τύχη να κάνω ποτέ παιδί, θα του πω (μάλλον στα Αγγλικά λόγω μετανάστευσης) ότι πριν από πολλά χρόνια, είχα την τύχη να ζω σε ένα πανέμορφο τόπο.
Με παραλίες η μία πιο όμορφη από την άλλη, θάλασσες με τα νοστιμότερα ψάρια, μυριάδες δέντρα που σου προσέφεραν απλόχερα τους πολυτιμότερους καρπούς τους. Μια χώρα με βουνά, λίμνες, δάση, αχ τα δάση, αλάνες, κέφι, χορό και μουσική, απλόχερα χαμόγελα, με τόσο χρυσό που έβγαινε σε τρία χρώματα: οριτζινάλ από τη γη, λαδί απ τα δέντρα και το μυστικό "all time classic black." Μια χώρα με πανέμορφες κοπέλες, που άνθιζαν το καλοκαίρι και άντρες που αν το έβαζε ο νους τους έφερναν τούμπα τον Όλυμπο.
Αλλά και συνάμα τη χώρα των Γλωσσοφάγων, εκεί που όποιος έλεγε κάτι που ξεβόλευε μερικούς, τον άρχιζαν με τη γλώσσα που τσακίζει για να του πουν τόσα μαύρα ώστε να ξεχάσει το πως η δικιά του σκέψη τολμά να έχει χρώματα. Και αν δεν πετύχαινε η γλώσσα είχαν και μια άλλη πολυδοκιμασμένη μέθοδο... Μέσα σε λίγο καιρό, με τους Γλωσσοφάγους τόσο απασχολημένους με το να τσακώνονται, η πανέμορφη χώρα έγινε εύκολος στόχος για τους Βάρβαρους. Οι οποίοι έδωσαν στους Γλωσσοφάγους ένα καταραμένο μαγικό κουτί που τους έκανε να ξεχνούν και να βολεύονται εύκολα.
Έπειτα, μέθυσαν τους αρχηγούς με ένα ποτό που το λέγανε δύναμη. Σε όσους μικρούς δεν άρεσε το ποτό, τους το πετούσαν στα μάτια και αυτό τους έκανε να δακρύζουν. Οι δακρυσμένοι, σιγά-σιγά, γύριζαν στο μαγικό κουτί για να ξεχαστούν από τον πόνο στα μάτια τους. Έπειτα, έβαλαν όλους τους μεγάλους και μεθυσμένους αρχηγούς της χώρας να γράψουν πως θα πληρώσουν οι μικροί Γλωσσοφάγοι για όλα τα ποτά και με το παραπάνω... Και ήταν τόσο μεθυσμένοι που τους έδωσαν τη χώρα. Τέλος καλό, παν τα γκαφρά. Έγδυσε ο ήλιος, βρόμισαν οι θάλασσες και οι αλάνες έγιναν σιγά-σιγά "γερμανικές". Κι αν πας τώρα εκεί, η γιαγιά θα σου χαμογελάσει με πόνο και οι όμορφοι νέοι δεν θα 'ναι πια εκεί αλλά στα πέρατα του κόσμου πληρώνοντας για τα "μεθύσα των άλλων".
Αυτή την ιστορία θα πω στο Σωκράτη. Επειδή, Σωκράτη θα λένε το παιδί μου αν με διώξει η Ελλάδα, και θα του πω πως το έκανα επειδή οι Έλληνες σκότωσαν το Σωκράτη για τις ιδέες του. Θα του πω επίσης, πως προσπάθησα να δείξω στον κόσμο τι γινόταν και πως τα αφεντικά μέθαγαν από δύναμη την οποία ξεπλήρωναν με το μέλλον τον μικρών Γλωσσοφάγων ακόμα και εκείνων που δεν είχαν μάθει να είναι κακοί. Θα τους πω ότι ενώ ήξερα πως θα γελούσε μαζί μου ο κόσμος, το γέλιο αυτό δε θα με πλήγωνε επειδή ήξερα πως δεν ήταν γνήσιο γέλιο από την καρδιά. Ήταν ψεύτικο γέλιο, που σκοπό είχε μόνο να μειώσει κάποιον ώστε αυτός που γελούσε να νιώθει πιο δυνατός. Όταν όμως απαντούσες με ένα ειλικρινές χαμόγελο τους νευριάζες, επειδή έβλεπαν πως η δύναμη τους ήταν μόνο μια ιδέα.